Η πορεία της από «σύμβολο του σεξ» με την ταινία «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα» μέχρι τον αγώνα της για τα δικαιώματα των ζώων
Η Μπριζίτ Μπαρντό, η Γαλλίδα ηθοποιός και τραγουδίστρια που εξελίχθηκε σε διεθνές σύμβολο του σεξ, πριν γυρίσει την πλάτη στον κινηματογράφο για να αφοσιωθεί στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ζώων, πέθανε σε ηλικία 91 ετών.
Η Μπαρντό εκτοξεύθηκε στη διεθνή φήμη με την ταινία «Και ο Θεός… έπλασε τη γυναίκα» το 1956, σε σενάριο και σκηνοθεσία του τότε συζύγου της, Ροζέ Βαντίμ, και για τις επόμενες δύο δεκαετίες ενσάρκωσε την εικόνα της «σέξι γατούλας». Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ανακοίνωσε την αποχώρησή της από την υποκριτική και άρχισε να δραστηριοποιείται όλο και περισσότερο πολιτικά.
Γεννημένη το 1934 στο Παρίσι, η Μπαρντό μεγάλωσε σε μια εύπορη, παραδοσιακή καθολική οικογένεια, αλλά διακρίθηκε τόσο ως χορεύτρια, ώστε να της επιτραπεί να σπουδάσει μπαλέτο, εξασφαλίζοντας θέση στο περίφημο Conservatoire de Paris. Παράλληλα, εργάστηκε ως μοντέλο και εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του Elle το 1950, σε ηλικία μόλις 15 ετών.
Η δουλειά της στο μόντελινγκ της άνοιξε τον δρόμο για τον κινηματογράφο. Σε μία από τις οντισιόν γνώρισε τον Βαντίμ, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1952, αφού έκλεισε τα 18. Αρχικά έπαιξε μικρούς ρόλους, με σταδιακά αυξανόμενη προβολή. Το 1955 υποδύθηκε την ερωτική σύντροφο του Ντερκ Μπόγκαρτ στην ταινία Doctor at Sea, η οποία γνώρισε μεγάλη επιτυχία στη Βρετανία, γράφει ο Guardian.
Ωστόσο, ήταν το «Και ο Θεός… έπλασε τη γυναίκα», του Βαντίμ, όπου η Μπαρντό υποδύθηκε μια ασυγκράτητη έφηβη στο Σεν Τροπέ, που εδραίωσε την εικόνα της και τη μετέτρεψε σε διεθνές είδωλο. Η ταινία σημείωσε τεράστια επιτυχία τόσο στη Γαλλία όσο και διεθνώς και την εκτόξευσε στην πρώτη γραμμή των κινηματογραφικών σταρ.
Πέρα από το ευρύ κοινό, η Μπαρντό έγινε γρήγορα πηγή έμπνευσης για διανοούμενους και καλλιτέχνες – ανάμεσά τους και τα μέλη των θρυλικών Beatles, Τζον Λένον και Πολ ΜακΚάρτνεϊ, οι οποίοι ζητούσαν από τις τότε συντρόφους τους να βάψουν τα μαλλιά τους ξανθά, μιμούμενες το στιλ της.
Ο αρθρογράφος Ρεϊμόν Καρτιέ έγραψε εκτενές άρθρο για το «Le cas Bardot» («Η υπόθεση Μπαρντό») στο Paris Match το 1958, ενώ η Σιμόν ντε Μποβουάρ δημοσίευσε το 1959 το διάσημο δοκίμιό της «Η Μπριζίτ Μπαρντό και το σύνδρομο της Λολίτας», παρουσιάζοντας την ηθοποιό ως την πιο απελευθερωμένη γυναίκα της Γαλλίας. Το 1969, η Μπαρντό επιλέχθηκε ως το πρώτο πραγματικό μοντέλο για τη Μαριάν, το σύμβολο της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η Μπαρντό πρωταγωνίστησε σε σειρά σημαντικών γαλλικών ταινιών, μεταξύ των οποίων το υποψήφιο για Όσκαρ δράμα Η Αλήθεια του Ανρί-Ζορζ Κλουζό, το Very Private Affair του Λουί Μαλ (δίπλα στον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι) και την Περιφρόνηση του Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας, αποδέχθηκε προτάσεις από το Χόλιγουντ, όπως το Viva Maria!, μια κωμωδία εποχής με σκηνικό το Μεξικό και συμπρωταγωνίστρια την Ζαν Μορό, καθώς και το γουέστερν Shalako με τον Σον Κόνερι.
Παράλληλα, ακολούθησε και μουσική καριέρα, η οποία περιλάμβανε την ηχογράφηση της αρχικής εκδοχής του τραγουδιού Je T’Aime… Moi Non Plus του Σερζ Γκενσμπούρ, το οποίο είχε γράψει για εκείνη την περίοδο που διατηρούσαν εξωσυζυγική σχέση. Φοβούμενη σκάνδαλο, όταν το έμαθε ο τότε σύζυγός της Γκίντερ Ζαξ, η Μπαρντό ζήτησε από τον Γκενσμπούρ να μην το κυκλοφορήσει. Εκείνος το επανηχογράφησε αργότερα με την Τζέιν Μπίρκιν, γνωρίζοντας τεράστια εμπορική επιτυχία.
Ωστόσο, η Μπαρντό βρήκε όλο και πιο ασφυκτική την πίεση της διασημότητας. Όπως είχε δηλώσει στον Guardian το 1996, «η τρέλα που με περιέβαλλε έμοιαζε πάντα εξωπραγματική. Δεν ήμουν ποτέ πραγματικά προετοιμασμένη για τη ζωή ενός σταρ». Αποσύρθηκε από την υποκριτική το 1973, σε ηλικία 39 ετών, μετά την ταινία Η διδακτική και εύθυμη ιστορία του Κολινό. Έκτοτε, αφοσιώθηκε στην προστασία των ζώων, συμμετέχοντας σε διαδηλώσεις κατά του κυνηγιού φώκιας το 1977 και ιδρύοντας το Ίδρυμα Μπριζίτ Μπαρντό το 1986.
Στη συνέχεια, έστειλε επιστολές διαμαρτυρίας σε παγκόσμιους ηγέτες για ζητήματα όπως η εξόντωση σκύλων στη Ρουμανία, η θανάτωση δελφινιών στα Νησιά Φερόε και η σφαγή γατών στην Αυστραλία. Παράλληλα, εξέφραζε συχνά ακραίες απόψεις για τη θρησκευτική σφαγή ζώων. Το 2003, στο βιβλίο της A Cry in the Silence, υιοθέτησε δεξιές πολιτικές θέσεις, επιτέθηκε σε ομοφυλόφιλους άνδρες και λεσβίες, εκπαιδευτικούς και στη λεγόμενη «ισλαμοποίηση της γαλλικής κοινωνίας», γεγονός που οδήγησε σε καταδίκη της για υποκίνηση φυλετικού μίσους.
Η Μπαρντό είχε μακρά ιστορία στήριξης του Front National (το οποίο μετονομάστηκε αργότερα σε National Rally), δηλώνοντας στον Guardian: «Όσον αφορά τη φοβερή άνοδο της μετανάστευσης, συμμερίζομαι πλήρως τις απόψεις του Ζαν-Μαρί Λεπέν». Το 2006, σε επιστολή της προς τον τότε υπουργό Εσωτερικών Νικολά Σαρκοζί, ανέφερε ότι ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Γαλλίας «καταστρέφει τη χώρα μας επιβάλλοντας τις πρακτικές του».
Η Μπαρντό παντρεύτηκε τέσσερις φορές: με τον Βαντίμ (1952-1957), τον Ζακ Σαριέ (1959-1962), με τον οποίο απέκτησε έναν γιο, τον Νικολά, το 1960, με τον Ζαξ (1966-1969) και με τον πρώην σύμβουλο του Λεπέν, Μπερνάρ ντ’Ορμάλ, τον οποίο παντρεύτηκε το 1992. Παράλληλα, είχε σειρά σχέσεων υψηλού προφίλ, μεταξύ άλλων με τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν και τον Γκενσμπούρ.
















