Η φετινή εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων αποκαλύπτει αυξημένη επιβάρυνση για χιλιάδες φορολογούμενους, με τον μέσο πρόσθετο φόρο να αγγίζει τα 1.891 ευρώ, εν μέσω δύσκολης οικονομικής συγκυρίας
Με ενισχυμένο δημοσιονομικό αποτύπωμα και εμφανή επιβάρυνση για τα νοικοκυριά εξελίσσεται η φετινή διαδικασία εκκαθάρισης των φορολογικών δηλώσεων. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΑΑΔΕ, ένας στους τρεις φορολογούμενους καλείται να πληρώσει πρόσθετο φόρο, με το μέσο ποσό να διαμορφώνεται στα 1.891 ευρώ — αυξημένο κατά 16,1% σε σύγκριση με πέρυσι. Η αύξηση αυτή αντικατοπτρίζει τόσο την άνοδο στα φορολογητέα εισοδήματα όσο και τη μερική αναπροσαρμογή αφορολόγητων ορίων και εκπτώσεων που εφαρμόστηκαν το προηγούμενο διάστημα.
Μέχρι στιγμής έχουν υποβληθεί 5.684.592 δηλώσεις επί συνόλου 6.545.350, με το ποσοστό υποβολής να προσεγγίζει το 87%. Απομένουν περίπου 861.000 δηλώσεις, ενώ η καταληκτική ημερομηνία παραμένει η 15η Ιουλίου. Η φετινή φορολογική καμπάνια, παρά το σημαντικό ποσοστό συμμόρφωσης, εξελίσσεται μέσα σε ένα πλαίσιο έντονης οικονομικής πίεσης για πολλά νοικοκυριά.
Τα στοιχεία
Η ανάλυση της μέχρι στιγμής εκκαθάρισης έχει ως εξής:
Χρεωστικές δηλώσεις: Το 33,38% των δηλώσεων (1.897.516 δηλώσεις) είναι χρεωστικές. Το συνολικό ποσό φόρου που καλούνται να καταβάλουν ανέρχεται σε 3,588 δισ. ευρώ. Ο μέσος έξτρα φόρος φτάνει τα 1.891 ευρώ, από 1.628 ευρώ πέρυσι για το αντίστοιχο διάστημα.
Πιστωτικές δηλώσεις: Το 22,55% των δηλώσεων (1.281.875 φορολογούμενοι) οδηγεί σε επιστροφή φόρου. Η μέση επιστροφή κυμαίνεται στα 360 ευρώ. Μέχρι στιγμής έχουν πιστωθεί 236,95 εκατ. ευρώ σε 1.023.096 δικαιούχους. Για 442.098 περιπτώσεις με ληξιπρόθεσμες οφειλές, πραγματοποιήθηκε συμψηφισμός επιστροφών με χρέη συνολικού ύψους 124,8 εκατ. ευρώ.
Μηδενικές δηλώσεις: Το 44,07% των φορολογουμένων (2.505.199 δηλώσεις) δεν προκύπτει να πληρώσουν επιπλέον φόρο ούτε να δικαιούνται επιστροφή.
Η εξόφληση
Ο φόρος εισοδήματος καταβάλλεται και φέτος σε έως 8 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, με την πρώτη να λήγει στο τέλος Ιουλίου και την τελευταία τον Φεβρουάριο του 2025. Υπάρχει η δυνατότητα εφάπαξ εξόφλησης με έκπτωση 2%, έως τις 31 Ιουλίου. Ωστόσο, η περίοδος συμπίπτει με τις δόσεις του ΕΝΦΙΑ, εισφορές ΕΦΚΑ, και πληρωμές ρυθμισμένων οφειλών, διαμορφώνοντας ένα ασφυκτικό πλαίσιο ταμειακής διαχείρισης για χιλιάδες φορολογούμενους.
Καμία παράταση
Η απόφαση της κυβέρνησης να μην προχωρήσει σε γενικευμένη παράταση της προθεσμίας έχει προκαλέσει αντιδράσεις από λογιστικούς συλλόγους και φοροτεχνικούς. Το ισχύον πλαίσιο προβλέπει δυνατότητα μετάθεσης της προθεσμίας μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως σοβαρή ασθένεια, τοκετός ή θάνατος λογιστή. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ενεργής εξουσιοδότησης μέσω του myAADE και η κατάθεση επαρκών αποδεικτικών.
Ακόμη και τότε, η παράταση είναι αυστηρά οριοθετημένη: μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από την έξοδο από το νοσοκομείο ή έως το τέλος του δεύτερου επόμενου μήνα από τον θάνατο του εξουσιοδοτημένου φοροτεχνικού. Οι ρυθμίσεις αυτές αφορούν τόσο φυσικά πρόσωπα (Ε1, Ε2, Ε9) όσο και νομικά πρόσωπα ή επιχειρήσεις (έντυπα ΦΠΑ, ΦΜΥ, ασφαλιστικές δηλώσεις προς e-ΕΦΚΑ και ΤΕΚΑ).
Αύξηση εισοδημάτων, αλλά και επιβαρύνσεων
Η άνοδος του μέσου φόρου ανά χρεωστική δήλωση αντανακλά, εν μέρει, την αύξηση των δηλωθέντων εισοδημάτων σε αρκετές κατηγορίες μισθωτών, ελεύθερων επαγγελματιών και ενοικίων. Ωστόσο, σε συνθήκες παρατεταμένης ακρίβειας και επιβάρυνσης από δάνεια ή λοιπές οφειλές, η αύξηση αυτή δεν συνεπάγεται και αντίστοιχη αύξηση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών.
Το ποσό των 1.891 ευρώ κατά μέσο όρο αποτελεί ουσιαστική δημοσιονομική δέσμευση για χιλιάδες νοικοκυριά, που καλούνται να ανταποκριθούν εν μέσω υψηλών τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης, διαρκούς πίεσης στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και περιορισμένης ρευστότητας στην αγορά.
Προβληματισμός για τις αντοχές των νοικοκυριών
Το οικονομικό επιτελείο έχει διαμηνύσει ότι στόχος είναι η εμπέδωση ενός σταθερού και προβλέψιμου φορολογικού ημερολογίου. Ωστόσο, η συγκυρία — με σωρευμένες υποχρεώσεις και αυστηρές προθεσμίες — θέτει υπό πίεση την καθημερινότητα ενός σημαντικού τμήματος των φορολογουμένων, εγείροντας ερωτήματα για την ανθεκτικότητα της κατανάλωσης και τη δυνατότητα εξυπηρέτησης νέων ή υφιστάμενων υποχρεώσεων το δεύτερο εξάμηνο του έτους.