34.6 C
Aigio
Πέμπτη, 26 Ιουνίου, 2025

ΕΛ. Μαυροπούλου: «Ο Παναιγιάλειος είναι τρόπος ζωής για την οικογένειά μας»

Η Ελεάννα Μαυροπούλου παραχώρησε συνέντευξη στην “Εφημερίδα Γνώμη των Πατρών” και στο gnomip.gr – Σας την παρουσιάζουμε μέσω του AigioVoice

Αν υπάρχει μία φωνή που καταφέρνει να παντρεύει την αγάπη για το ποδόσφαιρο με τη δημοσιογραφική ματιά και τη δυναμική της σύγχρονης επικοινωνίας, αυτή είναι η Ελεάννα Μαυροπούλου. Το δραστήριο και αγαπητό μέλος του Παναιγιαλείου, υπεύθυνη επικοινωνίας και Γραφείου Τύπου του συλλόγου, μίλησε με αμεσότητα και ειλικρίνεια για τη διαδρομή της, την επιστροφή της στο Αίγιο, τις προκλήσεις της φετινής χρονιάς και το όραμά της για τον ιστορικό σύλλογο. Τη σημαντική αυτή συνέντευξη, που δημοσιεύτηκε στο gnomip.gr, σας την αναμεταδίδουμε και μέσω του AigioVoice.

H ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ:

Αν υπάρχει μια φωνή που μπορεί να συνδυάσει την ποδοσφαιρική αφοσίωση με τη δημοσιογραφική ματιά και τη σύγχρονη επικοινωνία, αυτή είναι η Ελεάννα Μαυροπούλου. Σχεδόν 30 ετών, με καταγωγή από το Αίγιο και παιδικά χρόνια «βγαλμένα» κυριολεκτικά μέσα από τα γήπεδα, η σημερινή υπεύθυνη επικοινωνίας και Γραφείου Τύπου του Παναιγιαλείου έχει πίσω της μια διαδρομή γεμάτη επιμονή, εξέλιξη και επιστροφή στις ρίζες.

Από τη Φιλολογία του ΑΠΘ και τις σπουδές Αθλητικής Δημοσιογραφίας, μέχρι τις τηλεοπτικές εμπειρίες στο Μακεδονία TV και την πολύτιμη τριετία στην ομάδα του «Ράδιο Αρβύλα», η Ελεάννα έχει περάσει από πολλούς ρόλους: ρεπόρτερ, παραγωγός, επιμελήτρια, σύμβουλος περιεχομένου. Η πορεία της, όμως, έχει έναν κοινό παρονομαστή: την αγάπη για τον αθλητισμό και ιδιαίτερα για τον Παναιγιάλειο, την ομάδα που από μικρό κορίτσι παρακολουθούσε με τον πατέρα και τον αδελφό της – και σήμερα υπηρετεί με αφοσίωση από μια θέση ευθύνης και δημιουργίας.

Σε μια περίοδο που οι γυναίκες στον αθλητικό χώρο καταλαμβάνουν σιγά-σιγά τον χώρο που τους αξίζει, η Ελεάννα είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση ανθρώπου που δεν σταμάτησε να εξελίσσεται, να μαθαίνει, και – κυρίως – να επιστρέφει. Με αφορμή τη νέα της καθημερινότητα πίσω στο Αίγιο και τη δεύτερη «καριέρα» της στον ψηφιακό κόσμο των social media, μάς μιλά για το παρελθόν, το παρόν και τα όνειρα που δεν σταματούν ποτέ.

«Γ»: Τι σε έκανε να στραφείς στη Δημοσιογραφία, και μάλιστα με αθλητική εξειδίκευση;

Ε.Μ.: «Νομίζω ότι η αθλητική εξειδίκευση με οδήγησε στη Δημοσιογραφία. Από μικρό παιδί ήμουν μέσα στα γήπεδα και θα έλεγα ότι με μάγεψε ο κόσμος του ποδοσφαίρου, που μόνο όσοι το έχουν νιώσει μπορούν να το καταλάβουν. Στο σπίτι μας βέβαια ανέκαθεν παρακολουθούμε όλα τα αθλήματα – πιστέψτε με, ό,τι μπορείτε να φανταστείτε – και αυτό οφείλεται στον μπαμπά μου. Γνώρισα λοιπόν από πολύ μικρή τον αθλητισμό, τις εμπειρίες που μπορεί να σου προσφέρει και τα συναισθήματα που σου δημιουργεί, και επειδή δεν μπορούσα εγώ να παίξω μπάλα, ήθελα να βρω έναν τρόπο να «χωθώ» στα γήπεδα. Αγαπημένη μου ασχολία είναι να ψάχνω αιτίες και να κάνω ερωτήσεις, οπότε η δημοσιογραφία ήταν μονόδρομος».

«Γ»: Πώς μπήκαν τα social media στη ζωή σου επαγγελματικά;

Ε.Μ.: «Σε επαγγελματικό επίπεδο ήρθαν κάπως τυχαία στη ζωή μου, όταν κάποιοι φίλοι χρειάζονταν βοήθεια σε κείμενα και λεζάντες για επιχειρήσεις. Ξεκίνησα έτσι σε πρώτη φάση, παράλληλα με τη βασική μου δουλειά, και μετά ασχολήθηκα με όλο το κομμάτι της δημιουργίας περιεχομένου. Γενικά ο κόσμος των social media, στη φωτεινή του πλευρά με ενδιαφέρει, έχει πολλά να δώσει και τα πιστεύω πολύ σαν μέσα, αν χρησιμοποιούνται ορθολογικά».

 «Γ»: Πώς βρέθηκες στη συντακτική ομάδα του «Ράδιο Αρβύλα», και τι αποκόμισες από αυτήν την εμπειρία;

Ε.Μ.: «Κάποιοι συνάδελφοι από το Μακεδονία TV, στην πρώτη μου δημοσιογραφική δουλειά, εργάζονταν στην τηλεοπτική εκπομπή «Ράδιο Αρβύλα», και κάποια στιγμή που χρειάστηκαν άτομα, πήγα για συνέντευξη. Έτσι, έγινα μέρος αυτής της εκπομπής. Έμεινα σε αυτήν τη δουλειά για τρία χρόνια και θα μπορούσα να την κάνω και για περισσότερα χρόνια, αν δεν είχα στο μυαλό μου να γυρίσω στο Αίγιο και να αλλάξω τρόπο ζωής. Ίσως κάτι μέσα μου ήθελε να βρω χρόνο να ασχοληθώ περισσότερο με το ποδόσφαιρο και τα social media. Ξέρω σίγουρα ότι εξελίχθηκα πολύ μέσα από αυτήν την τρομερή εμπειρία για το βιογραφικό και την προσωπικότητά μου, δοκιμάστηκα σε πράγματα που δεν περίμενα ότι μπορώ να ανταπεξέλθω, δοκίμασα τα όριά μου, έμαθα πολλά πράγματα και με έκαναν αυτό που είμαι σήμερα επαγγελματικά. Αυτή η εκπομπή μού έδωσε τρομερή αυτοπεποίθηση, και σίγουρα οι άνθρωποι που γνώρισα εκεί ήταν το σημαντικότερο κεφάλαιο. Είχαμε την τύχη τα γραφεία μας να είναι μέσα στο στούντιο της εκπομπής κι έτσι ζούσαμε καθημερινά, τόσο σε πραγματικό χρόνο την τηλεοπτική παραγωγή, όσο και τη συνεργασία με τους Αντώνη Κανάκη, Σερβετά, Κιούση και Κωστάκη».

«Γ»: Τι σου προσέφεραν οι σπουδές Φιλολογίας και πώς συνδυάστηκαν με την πορεία σου στη Δημοσιογραφία;

Ε.Μ.: «Για να είμαι ειλικρινής, η Φιλολογία προέκυψε «από σπόντα», αλλά ήταν το καλύτερο απρογραμμάτιστο πράγμα που μου συνέβη. Για να εξηγήσω σύντομα, ο μπαμπάς μου είναι δικηγόρος κι εγώ ήμουν πολύ καλή μαθήτρια, οπότε με κάποιον τρόπο πήγαινα προς Νομική. Έγραψα ψηλό βαθμό στις Πανελλήνιες, αλλά όταν συνειδητοποίησα ότι θα γίνω δικηγόρος και θα συνεχίσω τη δουλειά του μπαμπά, έκανα πίσω. Οι βαθμοί μου ήταν στο όριο για τη Νομική, οπότε έπρεπε να βρω μία δεύτερη επιλογή σχολής που να αντιστοιχεί στη βαθμολογία και τα «θέλω» μου. Κατέληξα στη Φιλολογία, η οποία θα βοηθούσε και θα συνδυαζόταν με την εξέλιξή μου στη Δημοσιογραφία, δεν ήθελα δηλαδή να είναι κάτι εντελώς άσχετο. Το Πανεπιστήμιο δεν μου έμαθε να είμαι καλή φιλόλογος, με έμαθε όμως να μην παρατάω ό,τι ξεκινάω, να έχω ανοιχτό μυαλό να δεχτεί πληροφορίες, να συνεργάζομαι με διαφορετικούς ανθρώπους και να εξελιχθώ στο κομμάτι της έκφρασης της ελληνικής γλώσσας. Όταν ήμουν στην ιδιωτική σχολή Δημοσιογραφίας, το Πανεπιστήμιο μου έδωσε προβάδισμα και γιατί ήταν μία παραπάνω εκπαίδευση, και γιατί ενέπνεε εμπιστοσύνη ότι μπορώ να φέρω εις πέρας τον γραπτό και τον προφορικό λόγο, αναπόσπαστο κομμάτι της δημοσιογραφίας».

«Γ»: Τι σε ώθησε να γυρίσεις στο Αίγιο μετά από 11 χρόνια στη Θεσσαλονίκη;

Ε.Μ.: «Νομίζω ότι απλώς έκλεισε ο κύκλος μου στη Θεσσαλονίκη. Δεν ήταν μία εύκολη απόφαση, το σκέφτηκα πολλούς μήνες, το συζήτησα με τους δικούς μου ανθρώπους και ήταν όλοι ενθαρρυντικοί και με βοήθησε πολύ αυτό. 11 χρόνια στην πανέμορφη Θεσσαλονίκη, έγινε μία πόλη που την ένιωθα σπίτι μου. Εκεί σπούδασα, πέρασα πολύ ωραίες στιγμές, ενηλικιώθηκα, πήρα το πτυχίο μου, δούλεψα πολύ σκληρά σε δουλειές που δεν θα φανταζόμουν ποτέ κι εξελίχθηκα ως άνθρωπος. Έφτασα όμως στο σημείο που δεν είχε κάτι άλλο να μου δώσει, οπότε λίγο πριν τα 30 μου πήρα την απόφαση να γυρίσω πίσω σε μία πολύ μικρότερη πόλη, με πιο ήρεμο ρυθμό ζωής, έχοντας πάντα αυτήν την τεράστια εμπειρία μέσα μου. Γενικά πιστεύω ότι με όρεξη και καλή διάθεση μπορείς και σε μικρές πόλεις να καταφέρεις σπουδαία πράγματα και να προοδεύσεις».

«Γ»: Πώς ήταν η προσαρμογή και ποιο είναι το όραμά σου πλέον για τη δουλειά σου στον Παναιγιάλειο και γενικά;

Ε.Μ.: «Θέλω να είμαι ειλικρινής. Επειδή γύρισα στο Αίγιο τον Ιούλιο του 2024 και 2 Αυγούστου ξεκίνησα την ενασχόλησή μου με τον Παναιγιάλειο, η προσαρμογή μου ήταν απότομη, δεν πρόλαβα να καταλάβω ότι γύρισα στο Αίγιο. Η ομάδα με κρατούσε απασχολημένη όλη μέρα, και τις 7 ημέρες της εβδομάδας. Τώρα που κοντεύει ένας χρόνος στο Αίγιο, και παρά τις τρομερές δυσκολίες της ομάδας, θα σου πω ότι δεν το μετάνιωσα. Όνειρό μου είναι να αποκτήσει ο Παναιγιάλειος αξιοπιστία, σταθερότητα και τη δυναμική του. Είμαι τυχερή που μέσα από τον μπαμπά μου, που αγωνίστηκε 10 ολόκληρα χρόνια στον Παναιγιάλειο, αλλά και συμπαίκτες του, έχω ακούσει τόσες ιστορίες για τις πραγματικά ένδοξες εποχές της ομάδας, που θα ήθελα πολύ να ξαναζήσουμε. Οικογενειακώς πάντα ήμασταν κοντά στην ομάδα της πόλης μας, εγώ έμαθα κάθε Κυριακή να είμαι στο γήπεδο και αργότερα φυσικά έζησε και ο αδερφός μου καλές εποχές με τα «μελανόλευκα». Καταλαβαίνεις ότι έχω κολλήσει το «μικρόβιο» του Παναιγιαλείου και θέλω πολύ να ζήσουμε καλές εποχές ξανά! Θέλω να ξαναδώ γεμάτο το γήπεδο και την πόλη να είναι στον ρυθμό της ομάδας. Σε 2 χρόνια κλείνει 100 χρόνια ζωής και δεν μπορώ να φανταστώ να μην γιορτάζει όλη η πόλη μαζί με την ομάδα. Πραγματικά έχουμε πολλά να κάνουμε με τον Παναιγιάλειο, αν αποκτήσει σταθερότητα και ηρεμία, έχει μεγάλη δυναμική και φιλάθλους που βρίσκονται εκτός Αιγιαλείας και ο διαδικτυακός κόσμος είναι ο μόνος τρόπος σύνδεσης με την ομάδα. Και θέλω να βοηθήσω σε αυτό».

«Γ»: Ποια ήταν η πρώτη σου ανάμνηση από γήπεδο και τι ρόλο έπαιξε ο πατέρας σου σε αυτήν την αγάπη για το άθλημα;

Ε.Μ.: «Νομίζω, από όσα έχω πει μέχρι τώρα, φαίνεται ότι ο μπαμπάς ευθύνεται για την αγάπη μου για το ποδόσφαιρο, αλλά μερίδιο ευθύνης έχει και η μαμά μου, που μας άφηνε να περνάμε τόσο χρόνο στα γήπεδα! Θα σου πω όμως την αλήθεια. Η πρώτη μου ανάμνηση είναι στο γήπεδο της Άκολης, να κάθονται οι ποδοσφαιριστές στον πάγκο, εγώ να τους δείχνω τα καινούργια μου ρούχα της Άριελ κι εκείνοι να με κερνάνε πορτοκαλάδες από το κυλικείο. Χαλούσα την προπόνηση του μπαμπά μου δηλαδή, οπότε κατάλαβες πώς θα πήγαινε αυτό στην πορεία. Με θυμάμαι από μικρό παιδάκι στα γήπεδα, μαζί με τον αδελφό μου – εκείνος να παίζει μπάλα φυσικά. Ο πατέρας μου μού έδειξε την καλή πλευρά του αθλήματος, τις φιλίες που αντέχουν στον χρόνο, τις εμπειρίες που αποκτάς, τα έντονα συναισθήματα που μόνο ο αθλητισμός προσφέρει, ότι προσπαθούμε να γίνουμε εμείς καλύτεροι και όχι να βλάψουμε τον αντίπαλο, ότι είμαστε αντίπαλοι 90 λεπτά και εκεί τελειώνει ο ανταγωνισμός, ότι αρκεί να αγαπάς το άθλημα σε όποια ομάδα κι αν ανήκεις, γενικά μου έδειξε την όμορφη πλευρά του αθλήματος. Αυτήν πρεσβεύω κι εγώ σήμερα, και ας με βλάπτει κάποιες φορές αυτή η στάση μου».

 «Γ»: Τι σημαίνει για εσένα το να είσαι γυναίκα στον χώρο του αθλητισμού, ειδικά σε έναν παραδοσιακά ανδροκρατούμενο χώρο, όπως το ποδόσφαιρο;

Ε.Μ.: «Θα ήθελα πολύ να σου πω ότι δεν έχει διαφορά, είτε είσαι γυναίκα είτε άντρας και ασχολείσαι με το χώρο του ποδοσφαίρου, αλλά θα ήταν ψέμα. Υπάρχει εξ αρχής δυσπιστία στις γνώσεις μου και καχυποψία για τις ικανότητές μου, αλλά προτιμώ να μην δίνω σημασία ούτε σε υποτιμητικές συμπεριφορές, ούτε σε σχόλια και να κάνω τη δουλειά μου όσο καλύτερα μπορώ, ώστε να κριθώ γι’ αυτό και μόνο, όχι για το φύλο μου. Φέτος, συνεργάστηκα με πολλούς ανθρώπους εντός κι εκτός γηπέδου και θα σου πω με στεναχώρια ότι λίγοι με αντιμετώπισαν στα ίσα και όχι έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού τους ότι είμαι γυναίκα. Αυτό κάποιες φορές με επηρεάζει, με θυμώνει, το θεωρώ άδικο, αλλά δεν πρόκειται να με σταματήσει. Θέλω να γίνομαι καλύτερη για προσωπικό μου κέρδος και όχι για να αποδείξω σε κανέναν ότι είμαι καλή στη δουλειά μου, αυτή είναι η παγίδα που δεν πρέπει να πέσει μία γυναίκα σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, κατά τη γνώμη μου».

 «Γ»: Ποιες είναι οι προκλήσεις στο να διαχειρίζεσαι την εικόνα μιας ιστορικής ομάδας όπως ο Παναιγιάλειος;

Ε.Μ.: «Γενικά θα σου πω ότι δεν είναι δύσκολο να διαχειριστείς την εικόνα του Παναιγιαλείου, χρειάζεται σεβασμός στην ιστορία αλλά και στο παρόν του, χρειάζεται όλη αυτή η παρακαταθήκη που φέρει ο σύλλογος να γίνει έμπνευση για νέες ένδοξες σελίδες. Δεν αρκεί μόνο η ιστορία μας, πρέπει να χτίσουμε κι εμείς κάτι και χρειάζεται να διαβάσεις, να μάθεις, να ακούσεις ιστορίες και να είσαι δίπλα στους ανθρώπους που είναι το σήμερα της ομάδας, έτσι ώστε η εικόνα που θα βγαίνει προς τα έξω να έχει ειλικρίνεια. Φέτος όμως όλο αυτό το κομμάτι ήταν πολύ δύσκολο, γιατί υπήρχαν πολλές και μεγάλες δυσκολίες και ισορροπούσα συνεχώς σε τεντωμένο σχοινί, γιατί έπρεπε να προστατεύσω με κάποιον τρόπο την ομάδα. Μπορεί η διοίκηση για παράδειγμα να είχε προβλήματα οικονομικά, αλλά κάθε Κυριακή 20 ποδοσφαιριστές έδιναν και την ψυχή τους στον αγωνιστικό χώρο και έπρεπε να τους προστατεύσεις για να είναι ήρεμοι όσο γίνεται, να κάνουν τη δουλειά τους για να προχωρήσουμε».

«Γ»: Πόσο δύσκολη ήταν η φετινή χρονιά για τον Παναιγιάλειο;

Ε.Μ.: «Αυτή η ομάδα έχει περάσει πολλές δύσκολες χρονιές, αλλά νομίζω ότι αυτό που ζήσαμε φέτος ξεπέρασε τη φαντασία μας. Κάποια στιγμή σκεφτόμουν ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα χειρότερο, και την επόμενη μέρα ερχόταν το χειρότερο. Ξεκίνησε με δυσκολίες που δεν γνωρίζει ο κόσμος και ούτε μπορεί να φανταστεί – προετοιμασία 20 μέρες πριν ξεκινήσει το Πρωτάθλημα, βγήκαν δελτία τελευταία στιγμή, συνεχίσαμε με οικονομικές δυσκολίες, με ρήξη ανάμεσα σε παίκτες, διοίκηση και προπονητή, αλλάξαμε διοίκηση ξανά, πιστέψαμε σε κάτι καινούργιο και ελπιδοφόρο, αλλά έσβησαν άδοξα αυτές οι ελπίδες. Ήρθαν κι άλλες δυσκολίες, οικονομικά ζητήματα τεράστια, ποδοσφαιριστές σε ανησυχία, προπονητές πήγαιναν και έρχονταν και όλο αυτό δημιουργούσε φοβερή ανασφάλεια καθημερινά. Δεν θυμάμαι ειλικρινά μία μέρα ηρεμίας και ομαλής λειτουργίας. Όλα αυτά βέβαια από ένα σημείο και μετά οδήγησαν παίκτες, προπονητή και διοίκηση να γίνουμε μία γροθιά και υποσχεθήκαμε να φτάσουμε ως το τέλος ξεπερνώντας κάθε δυσκολία, και αυτό μας κράτησε ζωντανούς».

«Γ»: Στις 22 Νοεμβρίου η τότε πρόεδρος, Μαρία Μπούκα, προκάλεσε αισιοδοξία στη Γενική Συνέλευση. Ωστόσο, τα γεγονότα που ακολούθησαν ήταν εντελώς διαφορετικά. Τι πήγε στραβά;

Ε.Μ.: «Δεν ξέρω αν πήγε κάτι λάθος στους υπολογισμούς της και στο δικό της πλάνο ή αν εξ αρχής γνώριζε πως θα είχαμε αυτήν την κατάληξη, ειλικρινά ακόμα δεν έχω καταλάβει. Σύννεφα υπήρχαν σχεδόν από την αρχή, αλλά μου αρέσει να δίνω ευκαιρίες στους ανθρώπους. Όταν ήρθε, φάνηκε να γνωρίζει πολύ καλά τι κάνει και πώς μπορεί να μας οδηγήσει στην επιτυχία. Ίσως περίμενε να δείξει η πόλη τη δυναμική της από την αρχή; Ίσως δεν μας αγάπησε και τόσο τελικά; Ίσως εμπιστεύτηκε λάθος ανθρώπους; Ίσως ακόμα και το εγχείρημα που ανέλαβε τέλη Οκτωβρίου, σε κάτι που ξεκίνησε στραβά και το παρέλαβε με οικονομικές υποχρεώσεις και προβλήματα, να μην μπορούσε να το σώσει τελικά; Δεν ξέρω ποια είναι η σωστή απάντηση ειλικρινά, ίσως και όλα αυτά μαζί, ίσως και κάτι που μόνο η ίδια ξέρει. Δυστυχώς όμως, αυτά συμβαίνουν όταν η ίδια η πόλη δεν μπορεί να στηρίξει την ομάδα και με δικούς της ανθρώπους σε διοίκηση και ποδοσφαιρικό τμήμα, όσο και με οικονομική βοήθεια».

 «Γ»: Αληθεύει ότι άφησε πίσω της σημαντικά χρέη στον σύλλογο; Αν ναι, σε τι κατάσταση βρίσκεται σήμερα η οικονομική εικόνα της ομάδας;

Ε.Μ.: «Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν οικονομικές εκκρεμότητες της ομάδας αυτήν την στιγμή. Οι οικονομικές απαιτήσεις της Γ’ Εθνικής είναι τεράστιες και από την αρχή της χρονιάς έμειναν πίσω οικονομικές υποχρεώσεις, αλλά το χρέος που υπάρχει τώρα θα έλεγα ότι αντιμετωπίζεται, δεν είναι κάτι ανυπέρβλητο».

 «Γ»: Θέλουμε να μας πεις λίγα πράγματα για τον φετινό τελικό της ΕΠΣ Αχαΐας. Είχατε αντιδράσει έντονα για τον ορισμό του στο Ενωσιακό Γήπεδο. Τελικά, επιβεβαιώθηκαν οι φόβοι σας; Θεωρείς ότι υπήρξε αδικία εις βάρος του Παναιγιαλείου; Υπήρξε κάλυψη από τις αρμόδιες Αρχές;

Ε.Μ.: «Αν μπορούσα εκείνη την ημέρα -και εκείνη την εβδομάδα, καλύτερα, μέχρι να γίνει ο τελικός- να τη σβήσω και να κάνω σαν να μην έγινε ποτέ, θα ήταν το ιδανικό για μένα. Θέλαμε σίγουρα να είναι μέρα γιορτής, καταφέραμε να πάμε στον τελικό μετά από έξι χρόνια και θέλαμε να το χαρούμε, να έρθει όλος ο κόσμος στο πλευρό μας, τα παιδιά να το ευχαριστηθούν και να επιστρέψουμε στο Αίγιο νικητές. Δυστυχώς, σε αυτό το ματς πήγαν ΟΛΑ στραβά. Προσπαθήσαμε να τα κάνουμε όλα σωστά, να γίνει ο τελικός σε ένα μεγάλο γήπεδο, να παιχτεί ωραίο ποδόσφαιρο, όπως βλέπουμε στους τελικούς στις άλλες ΕΠΣ και να έρθει ο κόσμος στο γήπεδο με ασφάλεια. Δεν ξέρω αν υπήρχε κάλυψη ή αδικία, ξέρω όμως ότι ευτυχώς οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης μέχρι ώρας μάς δικαιώνουν και συνεχίζουμε δυνατά, έχοντας μάθει από τα λάθη μας».

«Γ»: Φέτος ο Παναιγιάλειος είδε αρκετές αλλαγές στον πάγκο του, με τους προπονητές να διαδέχονται ο ένας τον άλλον: Γαλτσίδης, Τζουμερκιώτης, Μπαδήμας, Καραπίτσος και τέλος, Φρατζέσκος. Πώς βίωσες αυτήν τη διαδοχή από μέσα; Ποιος από αυτούς πιστεύεις ότι έβαλε τις βάσεις και ποιος κατάφερε τελικά να κρατήσει την ομάδα ζωντανή στα δύσκολα;

Ε.Μ.: «Θα πω ότι οι αλλαγές προπονητών επηρέασαν σε μικρότερο βαθμό απ’ αυτό που φοβόμασταν τον ρυθμό της ομάδας και τους ποδοσφαιριστές, όπως αποδείχθηκε και από την άνετη παραμονή του συλλόγου στη Γ’ εθνική. Τα παιδιά ήταν πολύ δεμένα και είχαν κάθε φορά τον ίδιο στόχο με όποιον προπονητή βρισκόταν στον πάγκο, ακόμα κι αν δεν υπήρχε, γιατί το ζήσαμε κι αυτό πολλές φορές. Όλοι έβαλαν το λιθαράκι τους στη φετινή παρουσία της ομάδας, όλοι τους ξεχωριστές προσωπικότητες και άφησαν κάτι πίσω τους ως προπονητές. Θεωρώ όμως πως η αρχή και το τέλος ήταν οι πιο δύσκολες φάσεις μας. Ο κ. Γαλτσίδης, με φοβερή αξιοπρέπεια και επαγγελματισμό έκανε τα παιδιά οικογένεια και έχτισε τις βάσεις για όσα είδαμε στη συνέχεια από τους ποδοσφαιριστές, σε συνεργασία με τον εξαιρετικό γυμναστή Πέτρο Τόπκα. Όταν κανείς δεν πίστευε σε αυτήν την νεαρή ομάδα που είχε κάνει μόλις 3 εβδομάδες προπόνηση πριν ξεκινήσουν, εκείνοι για 4 αγωνιστικές παρέμειναν αήττητοι και να είστε σίγουροι πως αν δεν κάναμε αυτήν την αρχή, δεν θα συνεχίζαμε εύκολα παρακάτω. Στη συνέχεια, ο κ. Τζουμερκιώτης θα έλεγα ότι βρέθηκε στην ομάδα στην εποχή με τα λιγότερα προβλήματα και μπόρεσε με μεγαλύτερη άνεση να κάνει τη δουλειά του και να βοηθήσει τον σύλλογο, πράγμα που έκανε. Ο κ. Μπαδήμας που ανέλαβε στη συνέχεια έμεινε για λίγο, αλλά μπορούσε να δώσει πολλά περισσότερα, πιστεύω. Τέλος, ο κ. Φρατζέσκος, εξαιρετικός άνθρωπος και επαγγελματίας, βοήθησε την ομάδα να μείνει ζωντανή και ενωμένη ως το τέλος και δεν σκέφτηκε ποτέ να τα παρατήσει. Έμεινε δίπλα σε παίκτες και διοίκηση και μας βοήθησε να μην «σκορπίσουμε», μία ανάσα πριν το φινάλε. Μας δίδαξε πολλά με το ήθος του και την εμπειρία του και αποδείχθηκε πολύτιμος συνεργάτης».

«Γ»: Εσύ βρισκόσουν καθημερινά στο γήπεδο. Πες μας για εκείνους τους ποδοσφαιριστές που έμειναν στην ομάδα, απλήρωτοι αλλά πιστοί μέχρι το τέλος.

Ε.Μ.: «Βιώσαμε πολύ δύσκολες στιγμές και ποτέ δεν διασπαστήκαμε, αυτό κάτι δείχνει για την παιδεία και τον χαρακτήρα των ποδοσφαιριστών. Θα έλεγα ότι με τόσες δυσκολίες, αν δεν ήταν και καλά παιδιά, εκτός από καλοί ποδοσφαιριστές, θα είχαμε κι άλλα προβλήματα. Εγώ τους έζησα όλους από πολύ κοντά και πραγματικά εκείνοι μου έδιναν κουράγιο για να συνεχίσω, όταν κι εγώ η ίδια είχα φτάσει στα όριά μου, έμενα πίσω για εκείνους. Ζήσαμε συγκινητικές στιγμές και είναι πολύ κρίμα που δεν πανηγυρίσαμε όλοι μαζί το Κύπελλο. Το θέλαμε πολύ και θα ήταν μία μικρή ανταμοιβή για όσα κάναμε, για όσο πάλεψαν και προσπάθησαν όλη τη χρονιά».

«Γ»: Ο κόσμος του Αιγίου ήταν εκεί. Πώς βίωσε αυτήν την χρονιά ο φίλαθλος του Παναιγιαλείου; Πόσο σημαντική ήταν η παρουσία του στα δύσκολα;

Ε.Μ.: «Ο κόσμος του Αιγίου, όσο και να στεναχωριέται για τις αρνητικές εξελίξεις της ομάδας, έχει μάθει να αγαπάει τον Παναιγιάλειο με τέτοιον τρόπο, που μόνο αν το βιώνεις μπορείς να το καταλάβεις. Σε όλα τα εκτός έδρας ήταν μαζί μας, κοντά στην ομάδα, με το χειροκρότημα στις νίκες και στις ήττες, αρκεί που έβλεπαν ποδοσφαιριστές να αγωνίζονται και όχι απλώς φανέλες να μπαίνουν μέσα στο γήπεδο. Καλώς ή κακώς, η ιστορία δεν μπορεί να παίξει μόνη της μπάλα, να κερδίσει αντιπάλους, ούτε να σώσει κατηγορίες. Οι αθλητές μέσα στο γήπεδο και ο κόσμος εκτός από τις τέσσερις γραμμές κρατάνε τις ομάδες. Και αυτή η ομάδα, αν βιώσει διοικητική σταθερότητα μπορεί να κάνει σπουδαία πράγματα, γιατί έχει τον λαό της και αυτό φάνηκε από το πόσο πολύ αγκάλιασαν και τη δική μας την προσπάθεια στο φινάλε».

«Γ»: Ποια είναι η επόμενη ημέρα για τον Παναιγιάλειο; Υπάρχει ένα συγκεκριμένο πλάνο;

Ε.Μ.: «Το πλάνο θα οριστεί από εκείνους που θα είναι οι βασικοί χρηματοδότες της ομάδας, και μετά, όποιος άλλος εμπλακεί στην επόμενη μέρα του Παναιγιαλείου θα πρέπει να το ακολουθήσει πιστά, κάνοντας πίσω το «εγώ» του κι έχοντας ως μοναδικό στόχο το καλό του συλλόγου. Θεωρώ και ελπίζω ότι υπάρχει επόμενη μέρα για τον Παναιγιάλειο και μάλιστα πολύ φωτεινή και ουσιαστική, χρειάζεται όμως όλοι να είμαστε δίπλα στην προσπάθεια και ο καθένας από την πλευρά του να δώσει τον καλύτερό του εαυτό. Να ξέρετε πως αυτή η ομάδα πάντα βρίσκει έναν τρόπο να επιβιώνει, το θέμα βέβαια είναι αυτήν τη φορά να στηθεί όμορφα, οργανωμένα και συγκεκριμένα για να σταθεί στα πόδια της».

«Γ»: Αν μπορούσες να δώσεις μια συμβουλή σε κάποιον που ξεκινά τώρα στον χώρο της αθλητικής δημοσιογραφίας, ποια θα ήταν;

Ε.Μ.: «Θα πρέπει να σου αρέσει πραγματικά αυτό που κάνεις, για να μπορείς να αντέξεις όλες τις δυσκολίες. Αυτό ισχύει για κάθε επάγγελμα. Στον χώρο της δημοσιογραφίας απαιτείται γερό στομάχι, αν το αγαπάς όμως δεν πρέπει να το φοβηθείς. Η συμβουλή μου είναι να μην σταματήσεις ποτέ να μαθαίνεις, από όλους τους ανθρώπους έχεις κάτι καλό να πάρεις, από όλες τις δουλειές έχεις κάτι να μάθεις, να διαβάζεις, να ρωτάς, να ψάχνεις, να μην ακούς τα σχόλια των άλλων και να έχεις στο μυαλό σου έναν στόχο που θα δουλεύεις καθημερινά γι’ αυτόν. Να μην σταματήσεις στις δυσκολίες και να μην φοβηθείς να αναλάβεις δουλειές, γιατί αυτά τα δύο θα σε κάνουν καλύτερο, και φυσικά να βρεις το κομμάτι που μέσα σε αυτήν τη δουλειά νιώθεις ασφάλεια, σιγουριά και γαλήνη, ώστε να μπορείς να ανατρέχεις κάθε φορά που θα θέλεις να τα παρατήσεις».

Σχετικά άρθρα

- Advertisement -spot_img
- Advertisement -spot_img
- Advertisement - spot_img
- Advertisement -spot_img

Δείτε ακόμα