Η εκπαίδευση αποτελεί θεμέλιο λίθο για την ανάπτυξη κάθε κοινωνίας και η ποιότητά της αντανακλά τόσο τις προτεραιότητες του κράτους όσο και τις προοπτικές των νέων γενεών. Στην Ελλάδα, η εκπαίδευση ανέκαθεν κατείχε κεντρική θέση στον κοινωνικό διάλογο, αλλά η πραγματικότητα που βιώνουν μαθητές, εκπαιδευτικοί και γονείς απέχει συχνά από τις προσδοκίες. Η σημερινή κατάσταση της ελληνικής εκπαίδευσης χαρακτηρίζεται κατά κύριο λόγο από χρόνιες παθογένειες, που συνεχίζουν να την ταλανίζουν.
Καταρχάς, είναι γεγονός ότι η πρόσβαση στην εκπαίδευση είναι ευρέως εξασφαλισμένη. Η φοίτηση στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι υποχρεωτική και δωρεάν (εάν εξαιρέσει κανείς τα φροντιστηριακά μαθήματα), ενώ τα δημόσια (ακόμη!) ελληνικά πανεπιστήμια δεν απαιτούν δίδακτρα για τους φοιτητές κυρίως των προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα προσπαθεί να είναι ανοικτό, χωρίς αποκλεισμούς. Παράλληλα, η τεχνολογική πρόοδος και η ψηφιοποίηση έχουν εισχωρήσει σταδιακά στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, ιδιαίτερα μετά την εμπειρία της πανδημίας COVID-19, που επέβαλε την εξ αποστάσεως εκπαίδευση ως αναγκαιότητα. Αυτό λειτούργησε ως επιταχυντής για την ενσωμάτωση ψηφιακών εργαλείων στη διδακτική διαδικασία.
Ωστόσο, καταγράφονται σημαντικές δυσκολίες, που επηρεάζουν τη συνολική ποιότητα της εκπαίδευσης. Ένα από τα πιο βασικά ζητήματα είναι η έλλειψη σύγχρονου εκπαιδευτικού υλικού και υποδομών σε πολλές σχολικές/πανεπιστημιακές μονάδες, ιδιαίτερα στην περιφέρεια. Υπάρχουν διδακτήρια που (υπο)λειτουργούν με ελλείψεις σε εξοπλισμό, σε εργαστήρια, ακόμη και σε βασικά υλικά. Επιπλέον, το πρόβλημα των διορισμών και των αναπληρωτών εκπαιδευτικών παραμένει χρόνιο. Χιλιάδες εκπαιδευτικοί εργάζονται κάθε χρόνο ως αναπληρωτές, γεγονός που υπονομεύει τη σταθερότητα και τη συνέχεια στο εκπαιδευτικό έργο και συνήθως μακριά από τις εστίες τους, γεγονός που τους εξαθλιώνει οικονομικά, παθογένεια που έχει αντίκτυπο στους χιλιάδες μαθητές και στις οικογένειές τους.
Η υπερβολική έμφαση στις εξετάσεις, ιδίως στις πανελλαδικές, έχει επίσης οδηγήσει σ’ ένα σύστημα που βασίζεται στη μηχανική αποστήθιση, παρά στην καλλιέργεια κριτικής σκέψης και δημιουργικότητας. Το φροντιστηριακό σύστημα έχει εξελιχθεί σε αναγκαίο συμπλήρωμα της δημόσιας εκπαίδευσης, κάτι που ενισχύει τις κοινωνικές ανισότητες, αφού δεν έχουν όλοι οι μαθητές τη δυνατότητα να το αξιοποιήσουν στον ίδιο βαθμό. Μπορούμε κάλλιστα να ομιλούμε στις ημέρες μας για «ταξική παιδεία», όπου οι έχοντες και κατέχοντες μπορούν να παράσχουν τα υλικά εφόδια στα παιδιά τους, για καλύτερες σπουδές. Αλλά και ο μαθητής συνήθως δεν προσεγγίζει τη γνώση με αγάπη και ενδιαφέρον, αλλά ως εργαλείο για την επιτυχία στις εξετάσεις. Το πρόγραμμα σπουδών συχνά δεν συμβαδίζει με τις ανάγκες της σύγχρονης εποχής. Οι μαθητές διδάσκονται πλήθος γνώσεων, αλλά απουσιάζει η σύνδεσή τους με την κοινωνική πραγματικότητα, την τεχνολογία, την οικολογία, την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα. Απουσιάζει, επίσης, η σύνδεση του μαθητή με τον γεωπολιτισμικό χώρο μας, την Ελλάδα και την εθνική της ταυτότητα. Έχει καταργηθεί η έννοια της Παιδείας, που διαμόρφωνε διαχρονικά Έλληνες και Ελληνίδες και στη θέση της (υπο)λειτουργεί ένα εκπαιδευτικό σύστημα που διαμορφώνει πολίτες χωρίς εθνική ταυτότητα και κοσμοαντίληψη, προκειμένου να μπορεί ευκολότερα να καταστεί ένας ακόμη αριθμοποιημένος καταναλωτής. Υπάρχει, επίσης, έλλειμμα στην καλλιέργεια των λεγόμενων «ήπιων δεξιοτήτων», όπως η επικοινωνία, η συνεργασία, η επίλυση προβλημάτων και η συναισθηματική νοημοσύνη.
Στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τα ελληνικά πανεπιστήμια διακρίνονται αφενός για το υψηλό επιστημονικό επίπεδο ορισμένων (αριστεία), αφετέρου για την αναξιοκρατία και την προώθηση των «δικών μας παιδιών» (αρεστοί), με αποτέλεσμα πολλοί Έλληνες πανεπιστημιακοί να διαπρέπουν στο εξωτερικό. Ωστόσο, τα πανεπιστήμια πάσχουν από υποχρηματοδότηση, ανεπαρκείς υποδομές και περιορισμένη διασύνδεση με την αγορά εργασίας. Η ανεργία των πτυχιούχων παραμένει υψηλή, ενισχύοντας το φαινόμενο της μετανάστευσης των νέων επιστημόνων στο εξωτερικό για εύρεση καλύτερων ευκαιριών. Την ίδια ώρα, η ελληνική κοινωνία συνεχίζει να αντιμετωπίζει την εκπαίδευση ως μονοπάτι για την απόκτηση ενός πτυχίου κι όχι ως διαδικασία αυτογνωσίας, καλλιέργειας και διαμόρφωσης ολοκληρωμένων πολιτών. Αυτή η στενή αντίληψη έχει οδηγήσει σε μια γενιά που συχνά αισθάνεται εγκλωβισμένη σ’ ένα σύστημα που δεν της προσφέρει τις απαραίτητες δεξιότητες για το μέλλον.
Παρά τις αδυναμίες, υπάρχουν ελπιδοφόρες πρωτοβουλίες. Καινοτόμα προγράμματα σε σχολεία, η ανάπτυξη νέων εκπαιδευτικών πλατφορμών, καθώς και μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που επιχειρούν να αλλάξουν την κατεύθυνση του συστήματος, δείχνουν ότι η αλλαγή είναι δυνατή. Ο διάλογος για μια πιο σύνθετη, ανθρωποκεντρική και αποτελεσματική παιδεία έχει ήδη ξεκινήσει εδώ και αρκετές δεκαετίες, αλλά σκοντάφτει στην «κομματοκρατία».
Η ελληνική εκπαίδευση βρίσκεται στις ημέρες μας σε μια κρίσιμη καμπή. Αν κι έχουν γίνει σημαντικά βήματα προόδου, κυρίως στον τομέα της προσβασιμότητας και της τεχνολογικής ενσωμάτωσης, οι παθογένειες του παρελθόντος επιμένουν σε συνδυασμό με την τεχνολογική λαίλαπα, που από καθοριστικό εργαλείο έχει μεταβληθεί σε κυρίαρχη εκπαιδευτική δύναμη. Για να μπορέσει το εκπαιδευτικό σύστημα να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του 21ου αι. και να επανέλθει ως (ευρύτερη, άρα καθολική) παιδεία, χρειάζεται μια βαθιά και συνολική υπερκομματική, άρα εθνική, μεταρρύθμιση, με δυαδικό επίκεντρο τον δάσκαλο και τον μαθητή, για την κάλυψη των πραγματικών αναγκών της σύγχρονης κοινωνίας. Ιστορικά, όποτε είχαμε υψηλή παιδεία κι όχι απλά εκπαίδευση, μεγαλουργούσε ο ελληνισμός. Στην αντίθετη περίπτωση, μεταβαλλόμασταν σε διεθνείς επαίτες και μεταπράτες ξένων (αντι)δανείων. Τελικά, η επένδυση στην παιδεία, αποτελεί επένδυση στο μέλλον της χώρας μας.