Τα σχολεία ανοίγουν. Όχι, δεν χτυπά κουδούνι· χτυπά συναγερμός. Γιατί εδώ δεν μιλάμε για παιδεία, αλλά για μια καλοστημένη φάρσα με πρωταγωνιστή το Υπουργείο, που έχει αναλάβει χρέη παντοδύναμου επιθεωρητή.
Με το μπλοκάκι στο χέρι, σημειώνει λάθη, παραλείψεις, καθυστερήσεις, μετράει παρουσίες και απουσίες σαν άλλος σχολάρχης του ’50, μόνο που τώρα φοράει κοστούμι εξουσίας και μιλάει τη γλώσσα της «αξιολόγησης».
Ο εκπαιδευτικός; Μισθός-φιλοδώρημα, ρόλος-παλιάτσος: να κάνει μάθημα, να στηρίζει παιδιά με πολυμορφικές δυσκολίες, να ηρεμεί γονείς στα κάγκελα και να παλεύει με ηλεκτρονικές πλατφόρμες που ζητούν να καταγράφει μέχρι και τον αέρα που αναπνέει.
Ο διευθυντής; Ένας γραφειοκράτης ακούραστος, που αν υπήρχε πλατφόρμα «μέτρησης ταχύτητας μύγας», θα έπρεπε να την ενημερώνει σε πραγματικό χρόνο.
Κι όλα αυτά γιατί; Γιατί η πολιτεία έχει αποφασίσει ότι η παιδεία δεν είναι επένδυση, αλλά έξοδο. Δεν είναι όραμα, αλλά αγγαρεία. Δεν είναι φτερά, αλλά βαρίδια. Και ύστερα αναρωτιούνται γιατί τα σχολεία μοιάζουν περισσότερο με στρατόπεδα ελέγχου παρά με χώρους μάθησης.
Το μόνο που πετυχαίνει το σύστημα είναι να καλλιεργεί απογοήτευση. Όχι στους μαθητές, αλλά σε αυτούς που κρατούν ακόμα ζωντανή την τάξη: στους δασκάλους που, κόντρα στην απαξίωση, συνεχίζουν να κάνουν μάθημα με το κεφάλι ψηλά και το στομάχι άδειο.
Και η τραγωδία είναι πως όλοι ξέρουν ότι χωρίς δάσκαλο δεν υπάρχει σχολείο. Κι όμως, είναι ακριβώς αυτόν που έχουν επιλέξει να απαξιώσουν.