24.6 C
Aigio
Κυριακή, 29 Ιουνίου, 2025

«Από το Αϊβαλί στη Βοστίτσα»-(Η ιστορία ενός πρόσφυγα που φώτισε τον τόπο με το χαμόγελό του).

Το πιο γλυκό χαμόγελο που είδα ποτέ.

Λαμπερό, αστραφτερό, γεμάτο αγάπη.

Ένα χαμόγελο που φορούσε τη θλίψη του σαν πέπλο, για να μην τη μοιραστεί – για να μην πονέσει κανέναν άλλον.

Μα η θλίψη, όσο κι αν την έκρυβε, πρόδιδε την ύπαρξή της στα μεγάλα, εκφραστικά του μάτια.

Γεννήθηκε στο Αϊβαλί, το 1919.

Παιδί προσφύγων, ήρθε στη Βοστίτσα με τη μάνα του – μαυροντυμένη, χήρα – και τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του.

Ήταν χρόνια φτώχειας, στέρησης, δυστυχίας. Μα ήταν και χρόνια με ανθρωπιά, μπέσα, τιμή, αγάπη.

Φορούσε ένα μπαλωμένο ντρίλινο παντελόνι όλη μέρα και κλωτσούσε ένα τόπι φτιαγμένο από κουρέλια.

Χωράτευε με τους λούστρους και τους καροτσέρηδες.

Κογιονάριζε τους σταφιδέμπορους στο λιμάνι με τις προτεταμένες κοιλιές και το σέρτικο τσιγάρο κολλημένο στα χείλη.

Κάποιες νύχτες συνόδευε τους κανταδόρους στα σοκάκια.

Τον θυμάμαι στην Τεμπελόραχη, να παίζει φυσαρμόνικα και να αγναντεύει τα γρι-γρι στο Αιγιώτικο λιμάνι.

Έπαιζε με τα βραχόψαρα στις μαούνες, σκαρφάλωνε σαν γάτος, γελούσε σαν παιδί.

Και όλο μεγάλωνε.

Τις γιορτές άναβε κερί στην Παναγία την Τρυπητή.

Κι απήγγειλε το “Πιστεύω” μονορούφι, λες και το ‘χε μέσα στο αίμα του.

Στην αρχή έκανε θελήματα, κι ύστερα μπήκε παραγιός στο σιδεράδικο του Μαστροανέστη.

Και πάντα γελούσε.

Και πάντα χωράτευε.

Κι όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν άνθρωπος. Με κεφαλαίο το Α.

Μελετούσε τους καλαμαράδες.

Τον θυμάμαι με έναν Παπαδιαμάντη και έναν Βενέζη κάτω απ’ τη μασχάλη.

Ζήλευε τη βροχή – της χαμογελούσε.

«Ξεπλένει τη βρωμιά και το άδικο της προσφυγιάς», έλεγε.

Ήταν αυτή η βροχή που, στη φαντασία του, αγίασε το αθώο αίμα του πατέρα και των συγγενών του – εκεί στις μακρινές, χαμένες πατρίδες.

Κάποιοι τον έλεγαν τρελό.

«Αφήστε τον παλαβό. Ζει στον κόσμο του», έλεγαν.

Μα αυτός ο κόσμος του ήταν ιερός.

Τρία εικονίσματα – θησαυροί ποτισμένοι με αλμύρα και δάκρυ Θεού, στηριγμένοι με ευλάβεια στο τέμπλο της Αγίας Άννας.

Και το αποθετήριο της Ρωμιοσύνης στολίστηκε με τα δώρα του.

Όχι υλικά. Όχι βαρύτιμα.

Αλλά μοναδικά: ευγένεια,υπομονή,εργατικότητα,αλληλεγγύη,περηφάνια,καθαριότητα,εντιμότητα,νοικοκυροσύνη,τελειομανία,θάρρος,αντοχές και καλή καρδιά.

Ήταν τα άυλα δώρα του – τα δώρα του πρόσφυγα.

Η προίκα του.

Ο μοναδικός και πολύτιμος κόσμος του, που δεν ήταν άλλος από το Α’ι’βαλί.

Η φτωχογειτονιά , το παλάτι του. Μια γειτονιά γεμάτη μάνες και παιδιά που γύρευαν ένα κομμάτι ψωμί για να ξεγελάσουν την πείνα, ένα πανί να σκεπάσουν τη γύμνια, μια λαμαρίνα να προφυλαχτούν από το αγιάζι.

Κι εγώ τον παρατηρούσα.

Ώσπου μια μέρα, χάθηκε.

Λες και τον κατάπιε η γη.

Τα χρόνια πέρασαν.

Η μνήμη του έγινε ιστορία. Και η ιστορία του, παρακαταθήκη.

Και τότε… έκλεισα το βιβλίο.

Σήκωσα το κεφάλι………

και τον είδα…..

μπροστά μου σαν όραμα.

Το ίδιο παιδί.

Με το μπαλωμένο παντελόνι και το φωτεινό χαμόγελο.

Κέρωσα.

— Ποιος είσαι; ψέλλισα.

— Ο πρόσφυγας του Αϊβαλιού, μου απάντησε.

— Ξαναγύρισες; Ήρθες; Γιατί χάθηκες;

— Ήρθα να δω τη γειτονιά μου. Να ξαναπερπατήσω στην αυλή μου. Να ανταμώσω τον κόσμο μου.

Ο κόσμος του…

Ήταν εδώ.

Και ήταν και εκεί.

Στις χαμένες – μα ποτέ ξεχασμένες – πατρίδες.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Σχετικά άρθρα

- Advertisement -spot_img
- Advertisement -spot_img
- Advertisement - spot_img
- Advertisement -spot_img

Δείτε ακόμα